Σάββατο 16 Απριλίου 2011

Πασχαλινά έθιμα της Κάτω Ιταλίας


Τη Μεγάλη Εβδομάδα μια μεγάλη σιωπή πένθους επικρατούσε παντού. Οι γυναίκες φορούσαν μαύρα και με το κεφάλι σκεπασμένο πήγαιναν στην εκκλησία, που ήταν γεμάτη από τη μυρουδιά του λιβανιού και κεριά αναμμένα. Τα παραθυρόφυλλα ήταν κλειστά και πουθενά δεν ακούγονταν τραγούδια. Στα πιο παλιά χρόνια στην Καλαβρία τη Μ. Τετάρτη γινόταν στους δρόμους η αναπαράσταση του δρόμου του Χριστού προς το Γολγοθά. Ένας άνθρωπος φορτωνόταν το Σταυρό, άλλοι έκαναν τους στρατιώτες, που τον χτυπούσαν και τον περιγελούσαν, άλλοι τους ευσεβείς, που τον συμπονούσαν, κάνοντας έτσι ζωντανό το μαρτύριο του Χριστού στις ψυχές των απλοϊκών Χριστιανών. Πολλοί θυμούνται ακόμα τη συγκίνηση που κυρίευε τους θεατές της φοβερής αυτής αναπαράστασης. Όμως τώρα οι άνθρωποι αγωνίζονται καθημερινά στα χωραφάκια τους και στις δουλειές τους γενικά και νομίζουν πως είναι περιττή η αναπαράσταση εκείνη, αφού ο καθένας τους ζει το δικό του μαρτύριο για να επιβιώσει.

Οι γυναίκες μαζεύουν από τις φωλιές τα φρέσκα αυγά και φτιάχνουν τις Πασχαλιάτιες κουλούρες, το αρχαίον «κουλούριον», τις «κουντούρες» όπως τις λένε εκεί ή η «αυγκούντε» (αυγούλες), γιατί τις στολίζουν με αυγά άψητα, που ψήνονται στο φούρνο μαζί μ' αυτές. Φτιάχνουν διάφορα σχέδια με ζυμάρι από φίνο αλεύρι, αυγά, γάλα, αρώματα και ζάχαρι. Φτιάχνουν ακόμα και κουλουράκια μικρά πλεγμένα γύρω από ένα αυγό, τα «κουντουράτσια». Οι κουλούρες συμβολίζουν τη γονιμότητα, όπως και τ' αυγά, που πρέπει να είναι μονά τον αριθμό. Ο μονός αριθμός είναι γούρικος, όπως λέει και ο Βιργίλιος στην Αινειάδα. Αυτό δεν είναι καθόλου παράξενο αν σκεφθεί κανείς πως αυτοί οι Έλληνες οι βουνήσιοι είναι απόγονοι του Πυθαγόρα και των μαθητών του, αφού ο Κρότων, που έζησε ο Πυθαγόρας και έφτιαξε τη φιλοσοφική σχολή του, που στήλωσε με τα διδάγματα της πολλές γενηές αργότερα, είναι στο έδαφος της Καλάμπριας, της Μ. Ελλάδος. Ο Κρότωνας εξ άλλου εξουσίαζε έδαφος τέσσερες φορές μεγαλύτερο από την Αττική και σ' αυτό ανήκαν το Μεταπόντιο, οι Λοκροί, το Ρήγιο και ακόμα η Ζάγκλη της Σικελίας. Φτιάχνουν πολλές αυγκούντες και τις χαρίζουν σε συγγενείς, φίλους και όσους τους επισκέπτονται. Την πιο καλοφτιαγμένη αγκούντα τη χαρίζουν στη πεθερά και τη στολίζουν με τόσα αυγά όσα παιδιά, νύφες και εγγόνια έχει. Τα παλαιότερα χρόνια έβαφαν τ' αυγά κόκκινα, σήμερα όμως τα βάζουν άσπρα και μερικοί ανοιχτοκόκκινα, που τα βάφουν με τα χρώματα που βάφουν τα νήματα τους. Τώρα οι γονείς μαζί με τα Πασχαλιάτικα καινούργια ρούχα που αγοράζουν στα παιδιά τους, πήραν τη συνήθεια να τους φέρνουν από την πόλη μεγάλα σοκολατένια αυγά ντυμένα με κόκκινο ασημόχαρτο. Οι νοικοκυρές στολίζουν τα σπίτια τους αφού τα καθαρίσουν και τα φρεσκοβάψουν για να είναι όμορφα και γιορτερά την Πασχαλιά. Στον παλιό καιρό άπλωναν στα μπαλκόνια τα πιο ωραία υφαντά για στολίδια.

Τη Μ. Πέμπτη στην Καλαβρία γινόταν στο παρελθόν και αναπαράσταση του νιπτήρος, όπου ο εφημέριος έπλενε τα πόδια 12 φτωχών ντυμένων με άσπρα «ιμάτια» τα σφούγγιζε και τα φιλούσε σ' ένδειξη αγάπης και ταπεινοφροσύνης χριστιανικής. Στην εκκλησία στολίζουν τον τάφο του Χριστού με φώτα και δοχεία γεμάτα από βλαστάρια νεοφύτευτων δημητριακών, στάρι, ροβύθια, κόλυβα, που είχαν από πριν ετοιμάσει. Η συνήθεια αυτή να φυτεύουν σπόρους σε αγγεία τα Χριστούγεννα και το Πάσχα πρέπει ν' αναζητηθεί στη νηπιακή ηλικία του ανθρώπου, τότε που ανάμεσα στον άνθρωπο, τα φυτά και τα ζώα και τα ορυκτά ακόμα υπήρχε ένας αόρατος μυστικός παράγοντας που τα έδενε, γι' αυτό κι εκεί λένε πως αυτό το έθιμο είχε συμβολική αξία. Τώρα είναι μια συνήθεια παραδοσιακή ευοίωνη και θάλεγα παράμεινε όχι πια από πίστη αλλά από σεβασμό στο παρελθόν. Το Πάσχα είναι άνοιξη και η βλαστική επίδραση των νιόφυτων βλαστών είναι μια ευχή που περνάει στους ανθρώπους που τα προσφέρουν στον τάφο, που ετοιμάζεται να δεχτεί το σώμα του Χριστού. Το έθιμο αυτό έτσι μας δίνει τη δυνατότητα να ρίξουμε φως στη σκοτεινή ρίζα των λαϊκών παραδόσεων, όπως αυτές εκφράστηκαν ομαδικά κατά καιρούς στο σύνολο του λαού, οδηγώντας μας και στο άλλο σχετικό έθιμο να επισκέπτονται τους τάφους των νεκρών οι Έλληνες τόσο της Καλαβρίας όσο και του Σαλέντο το απόγευμα της Μ. Πέμπτης.

Πλένουν και καθαρίζουν από τ' αγριόχορτα κάθε τάφο κι ακουμπούν πάνω σ' αυτόν πιάτα με κόλυβα, όπως θυμούνται μερικοί παλιοί ακόμα, σπόρια, ή σπερνά όπως τα λένε οι νεώτεροι. Επιβλητική εικόνα με την αντίθεση της κρύας πέτρας του τάφου και των νέων βλαστών από κάθε είδους σπόρο, τα λουλούδια και τα κεριά, ένα παράξενο σμίξιμο της λατρείας της Περσεφόνης και Δήμητρας με το θρήνο το Χριστιανικό για το θείο δράμα, που οδήγησε στον Άδη και το φως του κόσμου. Η λαϊκή φαντασία σμίγει με την χριστιανική φλόγα που σα νιόβγαλτο βλαστάρι καίει στις καρδιές. Η συνήθεια αυτή είναι διαδομένη σ' όλη την Καλάμπρια, ίσως και σ' όλο το Μεσογειακό χώρο, γιατί όλοι οι λαογράφοι τη συνδέουν με τον ερχομό και το καλωσόρισμα στην άνοιξη, στη νέα χαρούμενη εποχή. Είναι μαζί το ξαναγύρισμα της χθόνιας Περσεφόνης για να παρηγορήσει τη μάννα της, γι' αυτό και σε πολλούς από τους πίνακες των Λοκρών, εικονίζεται ο Πλούτωνας με την Περσεφόνη να κρατούν άνθη στα χέρια και βλαστούς από φυτά, δώρα για τους γάμους τους, αφθονία στη βλάστηση, που έφερε η ένωση του χθόνιου αυτού Θεού με την κόρη της Δήμητρας, Θεάς της βλάστησης, της νέας γενηάς, που τόσο λατρεύτηκε στα μέρη εκείνα.

Εξ άλλου δίνουν κάποια έννοια μαντική ανάμεσα στα φυτά που σπέρνουν και στον άνθρωπο που τα προσφέρει κρίνοντας από το αποτέλεσμα, τη βλάστηση και την ανάπτυξη του φυτού και τη δική του. Κι αυτό είναι κατάλοιπο από τα χρόνια που έζησαν εκεί φιλόσοφοι, που δίδαξαν τη μετεμψύχωση, το πέρασμα της ζωής από το ένα σώμα στ' άλλο, από τα φυτά στον άνθρωπο, στα ζώα κ.λ.π. Το ίδιο συμβολικά το βλάστημα των μικρών φυτών της προσφοράς θα πέρναγε στη γενική βλάστηση των αγρών τους στη μικρή τους περιουσία, όπως και στην προκοπή των παιδιών τους. Μια κίνηση απλή, μια ενέργεια λειτουργική με χαρακτήρα οιωνού, που γινόταν από ένστικτο στα παλιά χρόνια, έγινε σιγά σιγά παράδοση λαϊκή, που πήρε και χαρακτήρα μαντικό για όλη την οικογένεια. Αν οι σπόροι στα βάζα βλάσταιναν και κρατιόνταν ζωηροί θα είχε και όλη η οικογένεια υγεία, ευτυχία και πλούτη. Αν αντίθετα οι σπόροι δεν βλάσταιναν ή τα βλαστάρια μαραίνονταν ή κιτρίνιζαν, αυτό σήμαινε πως και για την οικογένεια δεν ήταν καλό σημάδι, τα φτερά της δυστυχίας, γρήγορα θ' άγγιζαν τα μέλη της. Τον τάφο του Χριστού φυλάνε γυναίκες ντυμένες στα μαύρα, που ψέλνουν συνέχεια σα να μοιρολογούν το νεκρό. Η εκκλησία είναι βυθισμένη στο πένθος με μαύρες κορδέλλες και στα παλιά έδεναν ακόμα και τις καμπάνες για να μη ξαναχτυπήσουν ως την ώρα της Ανάστασης. Αντί γι' αυτές χτύπαγαν σε πένθιμο ρυθμό ένα ξύλο, το τρόκανο, που ήταν σα κουτί, που αντηχούσε ρυθμικά κάθε τόσο, τρεις φορές και δεν άφηναν τα παιδιά να παίζουν. Δεν έκαναν καμμιά δουλειά που είχε σχέση με μέταλλα και καρφιά, για να μην ξανακαρφώσουν κι εκείνοι το Χριστό. Στα μέρη που υπήρχαν πολλές εκκλησίες συνήθιζαν να τις επισκέπτονται τουλάχιστον επτά φορές. Αν υπήρχε μόνο μία εκκλησία, έμπαιναν κι έβγαιναν σ' αυτή επτά φορές ή σ' ένα μονό αριθμό.

Στα μέρη που η μαγεία είχε κάποια θέση ακόμα στη ζωή των ανθρώπων στην Καλαβρία, την ημέρα αυτή διάλεγαν οι μάγισσες για να κάνουν τα ξόρκια τους, να φτιάξουν τα στιχάκια τους, γιατί έτσι δεν θάχαναν τη μαγική τους δύναμη. Μέσα στην εκκλησία, στα πολύ παλιά χρόνια τοποθετούσαν καρφιά, σφυριά, καλάμια, αγκάθια κι ένα κόκκινο ύφασμα για να θυμίζουν στα μάτια των απλοϊκών χωρικών το σταυρικό θάνατο του Χριστού. Οι νοικοκυρές στα σπίτια δεν έκαναν καμμιά δουλειά συμμετέχοντας στο θρήνο της Παναγίας για τον άδικο χαμό του γυιού της και ακόμα δεν μαγείρευαν ούτε έστρωναν τραπέζι. Το ίδιο κάνουν ακόμα μόνο τη Μ. Παρασκευή, που είναι η πιο μεγάλη μέρα πένθους και νηστείας. Τρώνε ωμά λάχανα με ξύδι, πρικόχορτα, και δεν κάθονται να φάνε μαγειρεμένο φαγητό σ' ένδειξη πένθους. Στην Καλαβρία, που ακόμα η παράδοση είναι πιο ζωντανή, σε μερικά σπίτια Ελληνικά δεν σκουπίζουν, δεν στρώνουν τα κρεββάτια κι ούτε χτενίζονται ακόμα. Λένε μάλιστα πως αυτό γίνεται γιατί η Παναγία, όταν αναζήταγε το γυιό της, στάθηκε σ' ένα σπίτι και ζήτησε να πιεί νερό. Η γυναίκα εκεί χτενιζόταν και δεν της έδωσε κάνοντας έτσι την Παναγία να την καταραστεί αυτή τη μέρα να μη ξαναχτενιστεί, παρά να φτιάχνει μόνο ψωμί. Γι' αυτό φτιάχνουν ψωμί και γλυκά για το Πάσχα. Την ημέρα αυτή σήμερα ακολουθούν το καθολικό δόγμα και με τη «Via Crucis» δηλ. την σταυρική οδό, ακολουθούν το μαρτυρικό ανέβασμα του Χριστού στο Γολγοθά. Παρ' όλ' αυτά όμως ανάμεσα στη λειτουργία της δυτικής εκκλησίας που ανήκουν, ψέλνουν ύμνους από τα Πάθη στα Ελληνικά, όπως τους έμαθε η γιαγιά τους. Και ακούγεται ψιθυριστά μια διαλεκτική συμφωνία ανάμεσα στο Χριστό και το Σταυρό, σύμβολο του μαρτυρικού του θανάτου. Το ίδιο και στο Σαλέντο. Τη δραματική αυτή αναπαράσταση των Παθών συνοδεύουν οι 75 στροφές από την Πασσιούνα στα Ελληνικά, που περιγράφουν όλη την πορεία, τη σκληράδα των φρουρών, τους εμπαιγμούς και τον πόνο της Μητέρας, που ακολουθεί με τις άλλες Μαρίες.

Στην εκκλησία ακούγεται στα λατινικά από τον παπά το «Stabat mater» ενώ ακολουθείται από τα Ελληνικά, όπως έμαθαν τελευταία να το λένε, όπως γινόταν στα παλιά την ώρα της Αποκαθήλωσης. Μεταφέρω τους στίχους όπως βρέθηκαν γραμμένοι από τον μεγάλο Ιταλό φιλόλογο του περασμένου αιώνα, γιατί σήμερα έχουν διασκευαστεί από τους νέους:

Βρέση ε μάνα πονημένη            Στεκόταν η μάννα πονεμένη
στο Σταυρό ετσηκωμένη           αγκαλιάζοντας το Σταυρό
απού κρέμαζε ο παιντί               που κρεμόταν το παιδί
Τη φσυχή τη μαραμένη              την ψυχή της δυστυχισμένης
πρική τόσο τσε καμμένη            πικραμένη και δοκιμασμένη
τη τραπάνιζε ο σπασί                  την διαπέρναγε το σπαθί
Πόσου πόνου τσε φωτία             πόσους πόνους και πίκρα
ηγκουε έ μάνα ες τη καρντία      ένιωθε η μάννα στην καρδιά
γιο παιντάτσι μανεχό                   για το μοναχογυιό
Πόσα ντάμια έ σβεντουράτα       πόσα δάκρυα η δυστυχισμένη
πήρτε ρίφτοντα ες τη στράντα     έφευγε ρίχνοντας στο δρόμο
ρις κάου ες το Σταυρό...              ως κάτω από το Σταυρό...



Οι νέοι σήμερα εκτός του ότι μετέτρεψαν το τραγούδι σε τετράστιχα, πρόσθεσαν κι αυτούς τους στίχους:

Τις εν άντρε τι έν κλαίει               Ποιος άνθρωπος δεν κλαίει
κανονόντα το Κριστό                   βλέποντας το Χριστό
τσ' ίττη μάννα πονημένη              κι αυτή τη πονεμένη μάννα
μπρατσωμένη στο Σταυρό           ν' αγκαλιάζει το Σταυρό
Αγια μάννα, πάντα Αγια               Άγια μάννα, πάντα Άγια
να μη φανήστου πλέο πρική         να μη πικραίνεσαι πια
τσε με σέ να κλάφσω πάντα         και μαζί σου να κλαίω πάντα
πόσον έκλαφσε ό παιντί               όσο έκλαψες το παιδί.
Σού Κριστέ μου μόττες έρκεσαι  Συ Χριστέ μου όταν έρθεις
να μας κούσει όλους εττού          να μας ακούσεις όλους εδώ
για τη μάννα σου φσεφώρισο       για χάρη της μάννας σου συχώρεσε
όλους όλους ου Χριστιανού         όλους, όλους τους Χριστιανούς.

Το Μ. Σάββατο το βράδι οι Έλληνες της Καλαβρίας ανάβουν φωτιές από κάρβουνα, ανθρακιές όπως τις λένε, έξω από τα σπίτια τους ή τις πλατείες και θερμαίνονται σ' ανάμνηση των μαθητών που θερμαίνονταν σ' ανθρακιά μακριά από τα μαρτύρια του Χριστού για τον φόβο των Ιουδαίων, όπως λέει το Ευαγγέλιο.

Την Κυριακή το πρωί ακούγονται χαρούμενα οι καμπάνες στα φαράγγια ως πέρα στο Ιόνιο καλώντας όλους τους Χριστιανούς στην εκκλησία για να χαρούν την Ανάσταση του Χριστού, την Πασκαλία, όπως λένε εκεί. Μετά το χαρούμενο μήνυμα όλοι αγκαλιάζονται και δίνουν το φιλί της αγάπης λέγοντας: Χριστός Ανέστη και ο άλλος απαντάει: «Εναι αλήα» δηλ. «είναι αλήθεια», αληθώς ανέστη, όπως λέμε στην Ελλάδα.

Μια αγαλλίαση είναι απλωμένη στα πρόσωπα όλων και τα παιδιά τρώνε χαρούμενα τα κουντουράτσια, που είχαν πάρει μαζί τους στην εκκλησία. Στο Γκαλλιτσανό μου είπαν όλοι πως στα παλιά τα χρόνια έβαφαν όλοι κόκκινα αυγά και τάπαιρναν μαζί τους στην εκκλησία και τα τσούγκριζαν μόλις τέλειωνε. Γι' αυτό το 1975, που γιόρτασα μαζί τους το Πάσχα, έβαψαν πάλι κόκκινα τ' αυγά για να με τιμήσουν και τα πήραν τα παιδιά στην εκκλησία για να μου δείξουν το παλιό έθιμο. «Έτσι ήταν ένα βιάτζιο» μου είπαν δηλ. μια φορά. Οι άντρες γυναίκες και παιδιά πηγαίνουν όλοι στην εκκλησία. Μετά οι άντρες μένουν στην πλατεία και κουβεντιάζουν, ενώ οι γυναίκες πηγαίνουν στα σπίτια των συγγενών και φίλων, που τους προσφέρουν αυγά, πάντα μονά τον αριθμό, αυγούντες και κρασί. Οι κουμπάρες κάνουν δώρα στα βαφτιστήρια τους, οι αρραβωνιαστικές στο διαλεχτό τους δίνουν μια ειδικά φτιαγμένη αυγούντα. Κουλούρες προσφέρουν ακόμα στις οικογένειες που έχουν πένθος πρόσφατο. Σε πολλά μέρη βάζουν νερό από τη βρύση σ' ένα καινούργιο σκεύος και αφού τ' αφήσουν να λειτουργηθεί κοντά στον τάφο του Χριστού μετά την Ανάσταση το παίρνουν στο σπίτι τους σαν Άγιο νερό για να ξεματιάζουν.

Το μεσημέρι συγκεντρώνονται οι συγγενείς στο σπίτι του πατέρα ή του μεγάλου αδελφού ή και άλλες φιλικές οικογένειες μαζί και τρώνε το παραδοσιακό ριφάτσι ή το χιουμέρι. Πολλοί ψήνουν την αίγα στα κλήματα ή στη σούβλα. «Ελάτε να φάγωμε ένα μόρτσο (κομμάτι) αρνί στο σουβλί» μου είπε ο αξέχαστος Έλληνας Σαλβατόρε Τζαβεττιέρι και νόμισα πως βρισκόμουν σε κάποιο χωριό της Ρούμελης. Κι ένας άλλος «ελάτε ώντε, έχομε να κάμωμε λίγκο κρέα στο σουβλί». Το μεσημέρι τρώνε και τη μεγάλη κουντούρα (το όνομα αυτό έμεινε μέχρι σήμερα και στην υπόλοιπη μη Ελληνόφωνη Καλαβρία) του σπιτιού σα γλύκισμα και τραγουδούν παραδοσιακά μακρόσυρτα τραγούδια όλοι μαζί του τραπεζιού. Το απόγευμα και το βράδι χορεύουν ταραντέλλες και πίτσικα πίτσικα στο Σαλέντο. Το Πάσχα είναι για όλους μια χαρούμενη γιορτή, πιό πολύ όμως για τους αρραβωνιασμένους. Κρατιούνται από το χέρι, χορεύουν και μιλούν μια γλώσσα δική τους, που εκφράζεται με τα μάτια και με τον αριθμό των αυγών, που έβαλε ο καθένας στην κουλούρα που πρόσφερε. Έξη αυγά π.χ. σημαίνει «είμαι κοντά σου», επτά σημαίνει «κάθησε κοντά μου», οκτώ σημαίνει «νάσαι ανθηρή σαν τη μέντα στον κήπο» και άλλα. Μου είπαν πως στα παλαιότερα χρόνια είχαν κι ένα Πασχαλιάτικο δρώμενο, που συμβόλιζε το τέλος της Σαρακοστής και τη σίγουρη πια γιορταστική παρουσία της άνοιξης, που το αναφέρει μόνο ο λαογράφος Σατριάνι αλλά κανείς δεν το θυμάται και περιορίζεται στο χορό και το τραγούδι.

Η δεύτερη ημέρα του Πάσχα είναι ημέρα γιορτής για τους Έλληνες της Κάτω Ιταλίας αφιερωμένη στην Παναγία και τη λένε Πασκουέττα ή Πασκούνι. Τη γιορτάζουν και σήμερα ακόμα στην εξοχή δηλ. έξω από τα σπίτια τους. Αυτό γίνεται σ' ανάμνηση των βυζαντινών χρόνων, που όλοι μαζί, τα τσούρμα," όπως έλεγαν τις συντροφιές, πήγαιναν στα βυζαντινά μοναστήρια τα γειτονικά τ' αφιερωμένα στην Παναγία, και έτρωγαν και γλεντούσαν ενώ ταυτόχρονα σε κάθε μέρος γινόταν και εμποροζωοπανήγυρη. Μετά τη λειτουργία και αφού αντάλλασσαν τις ευχές τους, πούλαγαν τα ζώα τους και τα διάφορα προϊόντα τους και μετά γλένταγαν ευχαριστημένοι όλοι μαζί, όπως στα χρόνια της Μ. Ελλάδος, όταν έκαναν συμπόσια για να τιμήσουν την Ήρα, τη Δήμητρα, την Περσεφόνη. Στην Καλάμπρια ανεβαίνουν στο οροπέδιο της Σκάφης, όπως το λένε εκεί, πίσω από το Γκαλλιτσανό, στην Καμπία. Εκεί στα χρόνια τα βυζαντινά ήταν μοναστήρι της Παναγίας «Λα Μαντοννα ντεϊ Γκρέτσι» "La Madonna dei Greci".

Στην Πατρούνα της Γκρετσία    Στην Παναγιά της Ελλάδας
πάου με ποντύ ακρίβεια            πάνε με πολλή πίστη
χωρίτζονται μα κομπανία          φεύγουν με συντροφιά
να πάου στην Πατρούνα ισμία   να πάνε στην Παναγιά μαζί
Οι Γκανιτσανέζοι στες οσσία    Οι Γκαλλιτσανέζοι στα βουνά
πάου πάου όλοι ισμία                πάνε, πάνε όλοι μαζί.


Πηγαίνουν ακόμα εκεί σήμερα συντροφιασμένοι, παρέες παρέες, τα τσούρμα λένε ακόμα, με τα φαγητά τους, τα ψημένα κρέατα και τες αυγκούντε, για να γλεντήσουν «όλοι ισμία». Μερικοί πηγαίνουν πριν ακόμα φέξει ή από το βράδυ για να ψήσουν την αίγα με τον περίεργο παραδοσιακό τους τρόπο. Ανοίγουν ένα λάκκο και καίνε ξύλα. Κόβουν τη γίδα ή το κατσίκι κομμάτια και το βάζουν με αλάτι, πολύ πιπέρι και ρήγανι μέσα στο δέρμα της γίδας, που μετά το ράβουν καλά για να μη χαθούν τα υγρά. Έτσι το βάζουν στο λάκκο και το σκεπάζουν με το χώμα αφήνοντας το να ψηθεί σιγά σιγά κάτω από τα κάρβουνα, μέσα στο πυρακτωμένο χώμα. Εκεί κάπου κοντά, πάνω σε πυρωμένα κεραμίδια ή μεγάλες πέτρες ακολουθώντας μια πελασγική παλιά συνήθεια, ψήνουν και το ψωμί τους στη γάστρα. Η τσαμπούνα στέλνει τους ήχους της μαζί με τα χαρούμενα τραγούδια των νέων πέρα στα φαράγγια του Ασπρομόντε ως τη Μεσόγειο και ο παραδοσιακός αυτός λαός μέσα σ' αυτή την ειδυλλιακή μοναξιά, που ξεκουράζει αλλά και απογοητεύει, ανάμεσα στις βουνοκορφές, που γειτονεύουν με τον ουρανό, ξαναζεί μνήμες παλιές, που καίνε μέσα του και τον κρατούν δεμένο στη γή του, που δεν εγκαταλείπει και δεν την αλλάζει με τίποτα κι όταν ξενιτεύεται ακόμα.

Στο Σαλέντο, τη Δευτέρα του Πάσχα ακολουθούν την ίδια συνήθεια και πηγαίνουν έξω από τις πόλεις στα ερειπωμένα μοναστήρια ή τα μενχίρ. Στην Καλημέρα ειδικά, τη Δευτέρα του Πάσχα οι κάτοικοι βγαίνουν ομαδικά σε μια περιοχή, που τη λένε «Σαν Βίτο». Εκεί είναι ένα μεγάλο μενχίρ παλιό, με μια μεγάλη τρύπα στην πανάρχαια πέτρα του. Ο καθένας, είτε άντρας είτε γυναίκα πρέπει να περάσει μέσα απ' αυτή την τρύπα στην πέτρα σ' αυτό το μεγάλιθο τον προϊστορικό, που στέκει εκεί δείγμα κάποιας παγανιστικής λατρείας. Όλοι διασκεδάζουν μ' αυτή την κίνηση, προπάντων αν αυτός που θα περάσει ανάμεσα είναι κάποιος χοντρός ή γυναίκα χοντρή, που προκαλούν γέλια και πειράγματα. Κανείς δεν γνωρίζει από πού προήλθε αυτό το έθιμο, όμως όλοι το επιχειρούν, γιατί πιστεύουν πως αυτό το πέρασμα θα φέρει στο άτομο υγεία και δύναμη σαν την πέτρα. Ασφαλώς θάναι κατάλοιπο της λατρείας της πέτρας, που μεταβιβάζει τη μαγική της δύναμη στο άτομο που περνά ανάμεσα σύμφωνα με τη δύναμη του «όμοιος γεννάει όμοιο». Σ' όλη την περιοχή του Σαλέντο ακόμα και στις Ιταλικές πόλεις τα έθιμα τα θρησκευτικά ζουν βαθειά στις καρδιές των ανθρώπων θυμίζοντας τους το κοινό παρελθόν, που δε στάθηκε δυνατό να εξαφανίσει ούτε η ανατολική, ούτε η δυτική εκκλησία. Ο Σαλεντίνικος κόσμος είναι ο Ελληνικός λαός που τον έθρεψε η παράδοση για αιώνες.

Και έτσι τελειώνουν οι γιορτές του Πάσχα. Πέρα από τις ψημένες αίγες και την τσίκνα τους, πέρα από τις τσαμπούνες και τις ταραντέλλες που τις γεννάει το καλό κρασί, αφήνει στις καρδιές των χωρικών δυναμωμένη την παράδοση, θεμελιωμένη γερά με θρησκευτικές εκδηλώσεις, που δεν μειώνουν καθόλου την πίστη τους στην καθολική εκκλησία, που ανήκουν, γιατί αυτές οι εκδηλώσεις είναι η υγιής και αληθινή έκφραση μιας παλιάς ζωής των προγόνων αυτού του ίδιου λαού, που άντεξε τη φθορά των αιώνων κι έφτασε μέχρι σήμερα. Είναι η αληθινή παράδοση η προφορική, η λαϊκή, που έμεινε στην καρδιά των Ελλήνων της Κάτω Ιταλίας και όχι στο βάθος κάποιου αρχείου κατασκονισμένη, «για να βάντουνε αλάϊ στο λύννο της γκλώσσα μα για να μη σμπήα» που θα πει «για να βάνουν λάδι στο λυχνάρι της γλώσσας μας για να μη σβήσει». Έτσι λένε οι νέοι σήμερα, που κατάλαβαν πως η παράδοση σ' ένα τόπο είναι το ίδιο ιερή όσο η ιστορία και η θρησκεία του.

ΠΗΓΗ

Λαογραφικά των Ελλήνων της Κάτω Ιταλίας
ΑΝΖΕΛ ΒΟΓΑΣΑΡΗ ΜΕΡΓΙΑΝΟΥ
Εκδόσεις Μ. Καρδαμίτσα, 1989